- υδρόψυκτος
- -η, -οαυτός που ψύχεται με νερό: Yδρόψυκτη μηχανή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αερόψυκτος κινητήρας — Κινητήρας εσωτερικής καύσης που ψύχεται με αέρα. Στις μηχανές εσωτερικής καύσης η θερμοκρασία φτάνει σε επίπεδα που δεν επιτρέπουν την καλή λειτουργία τους και γι’ αυτό είναι απαραίτητο ένα σύστημα για την ψύξη τους. Υπάρχει ο υδρόψυκτος τύπος… … Dictionary of Greek